- χρησμῳδῷ
- χρησμῳδόςchanting oraclesmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρησμωδώ — έω, ΜΑ, και ιων. ασυναίρ. τ. χρησμῳδέω Α [χρησμῳδός] 1. (ιδίως) είμαι χρησμωδός, διατυπώνω χρησμούς με τη μορφή τραγουδιού 2. (γενικά) δίνω χρησμούς, χρησμοδοτώ 3. (κατά το λεξ. Σουδα) (το απρμφ. ενεστ.) χρησμῳδεῑν «θεολογεῑν» αρχ. παθ.… … Dictionary of Greek
χρησμῳδῶ — χρησμῳδέω deliver oracles pres subj act 1st sg (attic epic doric) χρησμῳδέω deliver oracles pres ind act 1st sg (attic epic doric) χρησμῳδός chanting oracles masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαναχρησμωδώ — έω, Α προφητεύω, προμαντεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνά + χρησμῳδῶ «δίνω χρησμό»] … Dictionary of Greek
προχρησμωδώ — έω, Μ προφητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χρησμῳδῶ «δίνω χρησμούς»] … Dictionary of Greek
προϋποχρησμωδώ — έω, Α διακηρύσσω προηγουμένως με χρησμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑπό + χρησμῳδῶ] … Dictionary of Greek
χρησμώδημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [χρησμῳδῶ] χρησμός, προφητεία … Dictionary of Greek